προσαποδείκνυμι

προσαποδείκνυμι
Α [ἀποδείκνυμι]
1. αποδεικνύω κάτι επιπροσθέτως
2. ορίζω κάτι επί πλέον
3. (σχετικά με πρόσ.) διορίζω κάποιον ακόμη («σύνναος τῷ Διὶ προσαπεδείχθη καὶ ἡ Διώνη», Στράβ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • προσαποδείξει — προσαποδείκνυμι prove aor subj act 3rd sg (epic) προσαποδείκνυμι prove fut ind mid 2nd sg προσαποδείκνυμι prove fut ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσαποδείξῃ — προσαποδείκνυμι prove aor subj mid 2nd sg προσαποδείκνυμι prove aor subj act 3rd sg προσαποδείκνυμι prove fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσαποδεικνύντων — προσαποδείκνυμι prove pres part act masc/neut gen pl προσαποδείκνυμι prove pres imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσαποδεικνύουσι — προσαποδείκνυμι prove pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) προσαποδείκνυμι prove pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσαπεδείξαμεν — προσαποδείκνυμι prove aor ind act 1st pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσαπεδείχθη — προσαποδείκνυμι prove aor ind pass 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσαπεδέχθη — προσαποδείκνυμι prove aor ind pass 3rd sg (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσαποδεδεῖχθαι — προσαποδείκνυμι prove perf inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσαποδειχθῆναι — προσαποδείκνυμι prove aor inf pass …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσαποδειχθέντων — προσαποδείκνυμι prove aor part pass masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”